κεσές

κεσές
ο небольшой горшок (для приготовления йогурта)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κεσές" в других словарях:

  • κεσές — ο 1. μικρό ημισφαιρικό αγγείο πήλινο, γυάλινο ή πλαστικό, οικιακής μαγειρικής χρήσεως 2. (ειδ.) πήλινο αγγείο μέσα στο οποίο πήζεται και τοποθετείται το γιαούρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kese] …   Dictionary of Greek

  • κεσές — ο (λ. τουρκ.), μικρό ημισφαιρικό αγγείο, μέσα στο οποίο πήζεται γιαούρτι ή φυλάγεται γλυκό του κουταλιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»